κιρκίτωρ

κιρκίτωρ
κιρκίτωρ, -ορος, ὁ (Μ)
1. αυτός που περιφέρονταν γύρω από το στρατόπεδο
2. ο επιθεωρητής τών φρουρών που βρίσκονταν στα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circitor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”